κούδαρος
Смотреть что такое "κούδαρος" в других словарях:
κούδαρος — και κούδαρης, ο, και (στη Σκιάθο) κούδας, ονομ. πληθ. κουδαραίοι (στα κουδαρίτικα) πλανόδιος οικοδόμος, κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με διαλεκτικό τ. τής Μακεδονίας Ηπείρου κούδα, η «μεγάλη γενιά, συγγενολόι»] … Dictionary of Greek
κουδαρίτικος — και κουδαρίστικος και (στη Σκιάθο) κουδίτικος, η, ο [κούδαρος] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουδαρίτικα ή κουδαρίστικα η συνθηματική γλώσσα τών κουδάρων ή κουδαραίων, τών πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων τής Ηπείρου, κυρίως από την Κόνιτσα και τα… … Dictionary of Greek
κούδαρης — ο βλ. κούδαρος … Dictionary of Greek